Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α΄Λυκείου - Α2 Προτύπου Πειραματικού ΓΕΛ Βαρβακείου

Η ερώτηση της ημέρας:
Βρείτε την ετυμολογία και την σημασία της λέξης βάρβαρος.
Βοηθήματα στο διαδίκτυο:
http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/corpora/concordance/search.html?lq=%CE%92*&dq=7324

http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/index.html

βάρβαρος -η -ο [várvaros] Ε5 : 1. που βρίσκεται σε άγρια ή ημιάγρια κατάσταση, απολίτιστος: Bάρβαρες φυλές της Aφρικής. Στην εποχή μας δεν υπάρχουν πια βάρβαροι λαοί. 2α. που είναι βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος, κτηνώδης: Ο φασισμός είναι βάρβαρο καθεστώς. H γενοκτονία των Aρμενίων ήταν μια βάρβαρη πράξη. || (έκφρ.) βάρβαρη ώρα, οι πολύ πρωινές ώρες, οι τελείως ακατάλληλες για ξύπνημα ή για άλλες δραστηριότητες. β. που είναι άξεστος, αγροίκος, απαίδευτος: ~ άνθρωπος, δεν καταλαβαίνει από τέχνη. Πότε θα μάθεις τρόπους, βάρβαρε άνθρωπε; 3. (για τους αρχαίους Έλληνες) καθένας που δεν είναι Έλληνας. || (ως ουσ.) ο βάρβαρος. βάρβαρα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.
[3: λόγ. < αρχ. βάρβαρος, ηχομιμ. (προφ. [barbar], σύγκρ. σημερ. ηχομιμ. μπουρ μπουρ μπουρ), ίσως ανατολ. προέλ. (πρβ. σανσκρ. barbarah `τραυλός, όχι Άριος΄, σημιτ. barbaru `ξένος΄)· 2: αρχ. βάρβαρος· 1: λόγ. επίδρ. των νεότ. γλωσσών]

(σας δίδεται η απάντηση ως παράδειγμα αναζήτησης, για πρώτη φορά. Τις επόμενες φορές, θα κάνετε την αναζήτηση μόνοι σας. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και το Λεξικό του Μπαμπινιώτη, το οποίο όμως δεν υπάρχει σε ηλεκτρονική μορφή)





Ώρα για διάβασμα:
Εισαγωγή:
Διαβάστε τις σελίδες 29-36, 39-45, για να εμπεδώσετε τα όσα ακούσατε στην τάξη.


Καλό σαββατοκύριακο!






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου