Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου (Γ1)

Προετοιμασία για παραγωγή λόγου, χρήσιμο υλικό για συζήτηση.

Η Πειθώ στον Πολιτικό Λόγο. Επίκληση στο συναίσθημα, Επίκληση στο ήθος.
Διερεύνηση, ορισμός εννοιών:
Έθνος, εθνισμός, εθνικισμός, σοβινισμός, φασισμός, ναζισμός, ρατσισμός, πατρίδα, πατριωτισμός, λαϊκισμός, δίκαιος και άδικος λόγος, προπαγάνδα.

Δίκαιος και άδικος λόγος
http://digitalschool-admin.minedu.gov.gr/modules/document/file.php/DSGL-C130/%CE%94%CE%B9%CE%B4%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%20%CE%A0%CE%B1%CE%BA%CE%AD%CF%84%CE%BF/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF%20%CE%9C%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%84%CE%AE/lyk_c_C.pdf


Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις:

έθνος το [éθnos] Ο46 : σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια· (πρβ. εθνότητα, λαός, γένος, φυλή): Γαλλικό / γερμανικό / αμερικανικό ~.Tο ~ των Ελλήνων. H ιστορία / οι παραδόσεις / η γλώσσα / ο πολιτισμός / το παρελθόν / το μέλλον ενός έθνους. Tα ιδεώδη / τα ιδανικά / τα οράματα ενός έθνους. H ελευθερία / η ανεξαρτησία / οι αγώνες ενός έθνουςH πνευματική / η πολιτική ηγεσία του έθνους. Οργανισμός Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ).
[λόγ. < αρχ. ἔθνος `κοπάδι, ομάδα ανθρώπων, έθνος΄ (ελνστ. ἔθνη `οι μη Ιουδαίοι (σημ. από τα αραμ.), οι μη Χριστιανοί΄) & σημδ. γαλλ. nation]

εθνισμός ο [eθnizmós] Ο17 : η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και παράλληλα αναγνωρίζει και σέβεται τις εθνικές διαφορές· η απόλυτη πίστη και αφοσίωση κάποιου στα ιδεώδη του έθνους στο οποίο ανήκει, χωρίς καμία διάθεση περιφρόνησης ή υποτίμησης των ιδεωδών άλλου έθνους· (πρβ. πατριωτισμός, εθνικισμός).
[λόγ. έθν(ος) -ισμός]

εθνικισμός ο [eθnikizmós] Ο17 : 1.η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινισμός): Aκραίος / επιθετικός ~.Φαινόμενα / εκδηλώσεις εθνικισμού. H έξαρση του εθνικισμού στις γειτονικές χώρες απειλεί την ασφάλεια και την ειρήνη της περιοχής. 2. η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης· η αφοσίωση των ατόμων στο έθνος στο οποίο ανήκουν, χωρίς όμως καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους· εθνισμός, πατριωτισμός. 3. (ιστ.) η πολιτική άποψη και κίνηση, που εκδηλώθηκε κατά το 19ο κυρίως αι. και αναγνώριζε και αποδεχόταν τις εθνικές διαφορές και ιδιομορφίες ως βάση για τη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κοινοτήτων: Στα τέλη του 19ου αι., το κίνημα του εθνικισμού άρχισε να χάνει το φιλελεύθερο και διεθνιστικό του χαρακτήρα, και να γίνεται συντηρητικότερο ακόμη και αντιδραστικό. 
[λόγ. εθνικ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. nationalism ή γαλλ. nationalisme]

σοβινισμός ο [sovinizmós] Ο17 : άκρατος εθνικισμός, υπερβολική μέχρι φανατισμού προσήλωση στην ιδέα της πατρίδας, που συνοδεύεται από μίσος και περιφρόνηση για τους άλλους λαούς και που συχνά εκδηλώνεται με επιθετικότητα εναντίον τους.
[λόγ. < γαλλ. chauvinisme < ανθρωπων. N. Chauvin (πρόσωπο σε θεατρικό έργο του 1831 με βάση το όν. ενός απλοϊκά ενθουσιώδους στρατιώτη του Ναπολέοντα) -isme = -ισμός]

φασισμός ο [fasizmós] Ο17 : 1. πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στο μονοκομματισμό και στον ολοκληρωτισμό: Ο ~ αιματοκύλησε την Ευρώπη. Δε θα περάσει ο ~! 2. (ιστ.) δικτατορικό καθεστώς που, με αρχηγό το Mουσολίνι, επικράτησε στην Iταλία: Ο ιταλικός ~ κράτησε από το 1922 ως το 1943. 3. χαρα κτηρισμός αυταρχικής ενέργειας, πράξης ή καταπιεστικής, δεσποτικής συμπεριφοράς: Ο κοινωνικός / καθημερινός ~ του άντρα απέναντι στη γυναί κα / των γονιών απέναντι στο παιδί.
[λόγ. < ιταλ. fascismo (-ismo = -ισμός)]

ναζισμός ο [nazizmós] Ο17 : η ιδεολογία του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού και το καθεστώς που δημιούργησε:Aναβίωση του ναζισμού.
[λόγ. < γαλλ. nazisme & γερμ. Nazismus σύντμ. του Na(zional-So)z(ial)ismus `εθνικοσοσιαλισμός΄ (-isme, -ismus= -ισμός)]

ρατσισμός ο [ratsizmós] Ο17 : η αντίληψη εκείνων που πιστεύουν ότι η δική τους φυλή είναι ανώτερη από τις άλλες που η φύση τις έχει καταδικάσει σε κληρονομική κατωτερότητα· (πρβ. φυλετικές διακρίσεις): Ο ~, παρόλο που είναι επιστημονικά αστήρικτος, αποτελεί σημαντικό παράγοντα πολιτικού ανταγωνισμού. H ιδεολογία του ρατσισμού μόνο μίσος και φανατισμό εμπνέει. || Kοινωνικός ~, για ανάλογη αντίληψη και συμπεριφορά σε βάρος κοινωνικών ομάδων που μειονεκτούν ή διαφέρουν.
[λόγ. < ιταλ. razz(ismo) -ισμός]

πατρίδα η [patríδa] Ο26 : 1. η γη των προγόνων, των πατέρων, ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε ή από τον οποίο κατάγεται κάποιος: ~ του είναι η Ελλάδα / η Γερμανία / η Aίγυπτος / η Mικρά Aσία. Mητέρα ~. Άφησε την ~του και μετανάστευσε στην Aμερική. Γύρισε πλούσιος στην ~ του. H ιδιαίτερη ~, η περιοχή, η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος. || (ευχή) καλή ~, καλή επάνοδο στην πατρίδα. || Xαμένες* πατρίδες. 2α.(στενότερα) η περιοχή, η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος· η ιδιαίτερη πατρίδα: ~ του είναι η Δράμα / η Πάτρα / τα Aμπελάκια / η Kρή τη. β. (ευρύτερα) ο τόπος γέννησης ή καταγωγής μαζί με τα άτομα που τον κατοικούν και με τις παραδόσεις και τις αξίες που τα συνδέουν: Aγω νίστηκε / πέθανε για την ~ του. Yπερασπίστηκε / πρόδωσε την ~ του. Ξένος στην ίδια του την ~. Yπηρετώ την ~. (έκφρ.) ~ / πατρίς, θρησκεία, οικογένεια*. γ. το κράτος, η κρατική οντότητα στην οποία ανήκει κάποιος: Οι Iσραηλινοί / οι Παλαιστίνιοι αγωνίστηκαν για να αποκτήσουν ~. δ. το έθνος: H ~ τιμάει τους ήρωές της. ε. ο τόπος, η χώρα όπου είναι εγκατεστημένος κάποιος, ο τόπος διαμονής: H Γερμανία έγινε η δεύτερη / η καινούρια ~ του. Θετή*~. 3. (οικ.) για πρόσωπο που κατάγεται από την ίδια χώρα, πόλη ή χωριό, συμπατριώτης: Γεια σου, ~. 4. ο τόπος της καταγωγής, της προέλευσης ή της πρώτης εμφάνισης (ζώων, φυτών, ανθρώπινων δημιουργημάτων κτλ.): ~του φοίνικα / του ελέφαντα είναι η Aφρική. ~ της τυπογραφίας είναι η Γερμανία.
[αρχ. πατρίς, αιτ. -ίδα]

πατριωτισμός ο [patriotizmós] Ο17 : η ανιδιοτελής αγάπη για την πατρί δα, η φιλοπατρία: Aγνός / θερμός ~.Πολέμησε / μίλησε με πατριωτισμό.
[λόγ. < γαλλ. patriotisme < patriot(e) = πατριώτ(ης)2 -isme = -ισμός]

λαϊκισμός ο [laikizmós] Ο17 : ιδεολογία ή στάση που εκφράζεται κυρίως στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα: H πολιτική της κυβέρνησης / της αντιπολίτευσης κυριαρχείται από φτηνό λαϊκισμό. Ο ~ στην τέχνη πήρε τη μορφή της στείρας και συντηρητικής προσκόλλησης στη μεσαιωνική παράδοση. 
[λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]

προπαγάνδα η [propaγánδa] Ο25α : 1α. η (έντυπη ή προφορική) συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης πολιτικών, θρησκευτικών κτλ. ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους: Kομμουνιστική / αθεϊστική / ανθελληνική ~. Kάνω / ασκώ ~. H εφημερίδα ήταν το όργανο της προπαγάνδας του κόμματοςβ. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα: Πράκτορας της αγγλικής προπαγάνδας, της Aγγλίας. 2. μονομερής, στρεβλή, μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς στόχους: Tο δελτίο ειδήσεων κατάντησε κυβερνητική ~.
[λόγ. < γαλλ. propagand(e)  (ορθογρ. δαν.)]




άρθρα επικαιρότητας ως αφόρμηση για την συζήτηση:

http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/%CF%83%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%B9%CE%B1/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%89%CF%83%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B9



και λίγη ποίηση:

Ανδρέα Κάλβου, Ωδή Πρώτη, Φιλόπατρις
στροφή α΄.
        Ω φιλτάτη πατρίς,
    ω θαυμασία νήσος,
    Zάκυνθε· συ μου έδωκας
    την πνοήν, και του Απόλλωνος
                τα χρυσά δώρα!    5

                   β΄.
     Kαι συ τον ύμνον δέξου·
    εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
    την ψυχήν, και βροντάουσιν
    επί τας κεφαλάς
                των αχαρίστων.    10

                   γ΄.
     Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
    ποτέ· ― Kαι η τύχη μ' έρριψε
    μακρά απόσε· με είδε
    το πέμπτον του αιώνος
                εις ξένα έθνη.    15

 κβ΄.

 Eίσαι ευτυχής· και πλέον

    σε λέγω ευτυχεστέραν,
    ότι συ δεν εγνώρισας
    ποτέ την σκληράν μάστιγα
                εχθρών, τυράννων.    110

                   κγ΄.
     Ας μη μου δώση η μοίρα μου
    εις ξένην γην τον τάφον·
    είναι γλυκύς ο θάνατος
    μόνον όταν κοιμώμεθα
                εις την πατρίδα.    115





Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος, 
κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι· 
κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
κι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα» 
κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι· 
καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι. 








Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Νεοελληνική Γλώσσα Α΄ Λυκείου (Α2)

Εργασίες στις σελίδες 132-134 του σχολικού εγχειριδίου.
http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/document/file.php/DSGL-A110/%CE%94%CE%B9%CE%B4%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%20%CE%A0%CE%B1%CE%BA%CE%AD%CF%84%CE%BF/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF%20%CE%9C%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%84%CE%AE/lyk_a_B.pdf

Πρόσθετο υλικό για αξιοποίηση στα φύλλα εργασίας.

1.
Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, 
Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις, 
ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις, 
φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ ἀγρονόμοις αὐλαῖς· 
καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιμος οὐδεῖς οὔθ᾽ ἁμερίων σέ γι᾽ ἀνθρώπων. 
ὁ δ᾽ ἔχων μέμηνεν. 
σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ, 
σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν ξύναιμον ἔχεις ταράξας· 
νικᾷ δ᾽ ἐναργὴς βλεφάρων ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας, 
τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖςθεσμῶν. 
ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει θεὸς, Ἀφροδίτα. 

Σοφοκλέους, Αντιγόνη, στ. 783-805


2.
Κέλομαί σε Γογγύλα  
Πέφανθι λάβοϊσά μα 
Γλακτίν αν σε δηύτε πόθος αμφιπόταταϊ. 
ταν καλάν α γαρ κατάγωγις αυτά 
απτόαισ' ιδοϊσαν, εγώ δε χαίρω, 
και γαρ αύτα δη τόδε μέμφεταί σοι 
Κυπρογένηα. 


Σε φωνάζω Γογγύλα 
Φανερώσου πάλι κοντά μου 
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,  
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν 
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,  
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.


Σαπφώ


3.

Ὕμνος τῆς Ἀγάπης 
Α´ ἐπιστολὴ Παύλου πρὸς Κορινθίους (ιβ´ 27 - ιγ´ 13)


Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι.Εάν υποθέσομε ότι ομιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμη και των αγγέλων, δεν έχω όμως αγάπη, οι λόγοι μου ακούονται ως χάλκινος κώδωνας ή αλαλαγμός κυμβάλου. Και εάν έχω το χάρισμα της προφητείας και κατέχω όλα τα μυστήρια του Θεού και όλη τη γνώση, και εάν ακόμη έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ όρη, δεν έχω όμως αγάπη, δεν είμαι τίποτε. Και εάν διαθέσω τα υπάρχοντά μου στους πτωχούς, και εάν παραδώσω το σώμα μου για να καώ, δεν έχω όμως αγάπη, δεν ωφελούμαι σε τίποτε από αυτές τις θυσίες.
Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἐαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.Εκείνος ο οποίος αγαπάει είναι μακρόθυμος κι ανεκτικός, είναι καλωσυνάτος, ευργετικός και ωφέλιμος, δε ζηλοφθονεί, δεν υπερηφανεύεται, δεν φέρεται με αλαζονεία και προπέτεια, δεν πράττει άσχημα, δε ζητεί τα δικά του συμφέροντα, δε ερεθίζεται από θυμό και οργή, δε σκέπτεται ποτέ κακό κατά του πλησίον, ούτε λογαριάζει το κακό που έπαθε από αυτόν. Δεν χαίρεται όταν βλέπει να γίνεται αδικία, χαίρεται όμως όταν βλέπει την αλήθεια να επικρατεί. Η αγάπη τα πάντα ανέχεται, στα πάντα εμπιστεύεται, για πάντα ελπίζει, τα πάντα υπομένει.
Ἡ άγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει· εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμουν· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ έπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην.Η αγάπη ποτέ δεν εκπίπτει αλλά μένει πάντοτε ισχυρή: τα χαρίσματα είτε είναι προφητείες θα καταργηθούν, είτε είναι ξένες γλώσσες θα παύσουν, είτε είναι γνώση θα καταργηθεί και αυτή. Διότι τώρα εν μέρει και όχι τέλεια γνωρίζουμε και προφητεύουμε, όταν όμως έλθει το τέλειον, τότε το μερικό και ατελές θα καταργηθεί. Όταν ήμουν νήπιο, ως νήπιο μιλούσα, ως νήπιο σκεπτόμουν, ως νήπιο συλλογιζόμουν. Όταν όμως έγινα άνδρας, κατήργησα πλέον εκείνα τα νηπιώδη. Διότι τώρα βλέπομε όπως σε ένα κάτοπτρο θαμπά και μας μένουν ανεξήγητα αινίγματα. Όταν όμως έλθει το τέλειο, θα ιδούμε φανερά και καθαρά, όπως πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνον ένα μέρος της αλήθειας, τότε όμως θα λάβω τόσο τέλεια γνώση, όσο με γνωρίζει ο Παντογνώστης.
νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ άγάπη.Αυτά θα γίνουν, τώρα δε μένουν η πίστις, η ελπίς, η αγάπη, αυτά τα τρία: μεγαλύτερη δε από αυτά είναι η αγάπη.








4.
Μάνου Χατζηδάκη, Μεγάλος Ερωτικός

http://www.youtube.com/watch?v=Cfk4XfV2yb0&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=H1wU5imkT3E
http://www.youtube.com/watch?v=IfgbYmhmZyw


5.
Μαρία Πολυδούρη, Μόνο γιατί μ' αγάπησες

http://www.youtube.com/watch?v=5Xk9pSlcCCg



Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.










Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012




Επιρρήματα σε -εί: πανδημεί, οιονεί, αυτοστιγμεί, αυτολεξεί, αυθωρεί (αμέσως), εσαεί... 
Και επιρρήματα σε -ι: νεωστί, ατιμωρητί, ανεπιστρεπτί, απνευστί, ασκαρδαμυκτί, ακροποδητί, αμαχητί, αμισθί, ασυζητητί, ατιμωρητί.


Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012


Για τα παιδιά του Γ1 μια χρήσιμη σελίδα για να εμπλουτίσετε τα κείμενά σας, τις εκθέσεις σας και όχι μόνον...
μια καλή πρόταση για όσους αρέσκονται να επικαλούνται την αυθεντία...

http://www.gnomikologikon.gr/index.html

http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=230


Ένα μικρό δείγμα:

Εφηβεία είναι η ηλικία που τα παιδιά σταματούν να κάνουν ερωτήσεις επειδή ξέρουν όλες τις απαντήσεις.
Ανώνυμος


Έφηβος είναι κάποιος που όταν δεν τον μεταχειρίζονται σαν ενήλικα, φέρεται σαν μωρό.
Ανώνυμος

Είσαι νέος μόνο μια φορά, αλλά μπορείς να είσαι ανώριμος για πάντα.

Τους νέους θα πρέπει να τους βοηθούμε, να τους προστατεύουμε, να τους αγνοούμε και να τους βαράμε μ’ ένα ρόπαλο στο κεφάλι όταν χρειάζεται.

Το μόνο άσχημο με τη σημερινή νεολαία είναι ότι δεν ανήκουμε πλέον σ’ αυτήν.

Πειθαρχικόν η νεότης, ηγεμονικόν το γήρας.













Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου (Γ1)

για το λήμμα "άεργος":

άεργος -η -ο [áerγos] Ε5 : (για πρόσ.) που περνάει τον καιρό του χωρίς να ασχολείται με κτ., που δεν έχει έργο, απασχόληση: Ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά· κανένας δεν έμεινε ~. Στον άεργο άνθρωπο η μέρα φαίνεται χρόνος. Kαλλιεργούσε ο ίδιος τον κήπο για να μην κάθεται ~.
[λόγ. < ελνστ. ἄεργος (ίσως σφαλερή γραφή αντί ἄνεργος), αρχ. ἀεργός]


http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%91%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82&dq=

για το λήμμα "άνεργος":

άνεργος -η -ο [ánerγos] Ε5 : που δεν έχει ή που δε βρίσκει δουλειά (χωρίς τη θέλησή του): Άνεργοι νέοι. Άνεργες γυναίκες. Οι άνεργοι οικοδόμοι έκαναν πορεία διαμαρτυρίας. || (ως ουσ.) ο άνεργος: Στρατιές ανέργων.
[λόγ. < μσν. άνεργος `τεμπέλης΄ < αν- (δες α- 1έργ(ο) -ος σημδ. γερμ. arbeitslos (διαφ. το αρχ. ἄνεργος`ακατέργαστος΄)]



Η λέξη άεργος σημαίνει εκείνον που γενικά δεν έχει εργασία ή ασχολία ενώ η λέξη άνεργος προσδιορίζει εκείνον που αναζητεί εργασία αλλά δεν βρίσκει

άεργος -άνεργος
άεργος: αυτός που απέχει από κάθε έργο. από κάθε απασχόληση. (Στον άεργο η μέρα φαίνεται χρόνος),
άνεργος: αυτός που δεν έχει εργασία. (Αυξήθηκε στα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ανέργων)


τεμπέλης -α -ικο [tembélis] Ε9 : που δε θέλει, που βαριέται να δουλέψει. ANT εργατικός: ~ άνθρωπος. Tεμπέλα γυναίκα. Tι τεμπέλικο πλάσμα είσαι εσύ! || (ως ουσ.) ο τεμπέλης, θηλ. τεμπέλα: Οι τεμπέληδες δεν προκόβουν. τεμπελάκος ο YΠΟKΟΡ στο ουσ. τεμπέλαρος ο MΕΓΕΘ στο ουσ.
[τουρκ. tembel (από τα περσ.) -ης· τεμπέλ(ης) -άκος, -αρος]


(δεν προκύπτει ως συνώνυμο του άεργος ή άνεργος - η κάθε λέξη έχει την δική της σημασία)





Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Για τα παιδιά του Α2:
Έχει αρχαία ετυμολογία το "α-μπε-μπα-μπλομ";


"Ά μπε, μπα μπλόν, του κείθε μπλόν, ά μπε μπα μπλόν του κείθε μπλόν, μπλήν-μπλόν.»

Η όλη στιχομυθία, προήρχετο από παιδικό παιχνίδι που έπαιζαν οι Αθηναίοι Παίδες (και ου μόνον), και ταυτόχρονα εγυμνάζοντο στα μετέπειτα αληθινά πολεμικά παιχνίδια.
Πράγμα απολύτως φυσικό, αφού πάντοτε ο Αθηναίος Πολίτης ετύγχανε και Οπλίτης! (βλέπετε παίζοντας και με τα γράμματα, προκύπτον συνδεόμενες έννοιες.Πολίτης - Οπλίτης)

Τι έλεγαν λοιπόν οι αντιπαρατιθέμενες παιδικές ομάδες, που τόσον παραφράσθηκε από τους μεταγενέστερους??
Ιδού η απόδοση:

«Απεμπολών, του κείθεν εμβολών !!!...» (επαλαμβανόμενα με ρυθμό, εναλλάξ από την δείθεν επιτιθέμενη ομάδα)

Τι σήμαιναν ταύτα? Μα..απλά ελληνικά είναι! « Σε απεμπολώ, σε αποθώ, σε σπρώχνω, πέραν (εκείθεν) εμβολών σε (βλ. έμβολο) με το δόρυ μου, με το ακόντιό μου!!!





Απο το Liddell Scott Jones μεταφέρω εδώ το εξής λήμμα : 
ἀναπάλλω, poet. ἀμπάλλω, Ep. aor. part. ἀμπεπαλών:—swing to and fro, ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος Il.3.355, etc.; ἀμπάλλειν κῶλα, i. e. dance, Ar.Ra.1358; ἀνέπηλεν ἐπὶ θήρᾳ . . μαινάδας urged them on, E.Ba.1190; κ λ ή ρ ο υ ς ε ἰ ς ἄ γ γ ο ς ἐ μ β α λ ο ῦ σ α ι ἀ ν έ π η λ α ν Ant.Lib.10.3:—Med., αἳ . . αἰθέρα ἀμπάλλεσθε agitate it as you fly, E. Or.322:—Pass., dart, spring or bound up, ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ φρικὸς . . ἀναπάλλεται ἰχθύς . . ὣς πληγεὶς ἀνέπαλτο Il.23.692, cf. Eun.Hist.p.239D., Agath.3.16, 4.18:— Il. l. c. proves that the sync. aor. ἀνέπαλτο (also found in Il.8.85, 20.424, cf. ἀνὰ δ’ ἔπαλτ’ ὀρθῷ ποδί Pi.O.13.72, and metaph., νεῖκος ἀνέπαλτο B.10.65) must be referred to this Verb (cf. ἔκπαλτο, ἐνέπαλτο, κατέπαλτο); but part. ἀνεπάλμενος is formed from ἀνεφάλλομαι in A.R.2.825; those who, like Heyne, refer it to ἀνεφάλλομαι, write it ἀνεπᾶλτο (cf. ἐπᾶλτο): —aor. Med. ἀνεπήλατο Mosch.2.109: aor. part. Pass. ἀναπαλείς Str.8.6.21.
Κάνω μιά σκέψη: Βλέπετε παραπάνω την φράση : "κλήρους εἰς ἄγγος ἐμβαλοῦσαι ἀνέπηλαν" ; 
για το άγγος έχουμε : ἄγγος, εος, τό, vessel to hold liquids, e.g. wine, Od.16.13, cf. 2.289; milk, Il.16.643; vat for the vintage, Hes. Op.613; pitcher, Hdt. 5.12, E.El.55; bucket, pail, Hdt.4.62; wine-bowl, E.IT953,960.
II. for dry substances, cradle, Hdt.1.113, E.Ion32,1337; casket, S.Tr. 622; cinerary urn, Id.El.1118,1205; coffin, CIG3573 (Assos). 
Η μετάφραση του "κ λ ή ρ ο υ ς ε ἰ ς ἄ γ γ ο ς ἐ μ β α λ ο ῦ σ α ι ἀ ν έ π η λ α ν" είναι : βάζοντας κλήρους στο δοχείο το έσειαν/ανακινούσαν. 
Ο Ησύχιος στο λεξικό του αναφέρει: ἀμπεπαλών>· διασείσας, κινήσας, κραδάνας. Σείσας
Υπάρχει ύστερα από τα παραπάνω καμιά πιθανότητα να προέρχεται το «αμπεμπαμπλόμ» από το «αμπεπαλών» ή η εικασία μου είναι μακριά νυχτωμένη;;;





ἀπεμπολ-άω, sell, ἀπημπόλα με λάθρα E.Ion1371; ἀ. τι ἀντί τινος to sell for a thing, Id.Cyc.257; τί τινος X.Smp.8.21, cf. Herod.7.65; ἀ. τινὰ εἰς λατρείαν Luc.Merc.Cond.23; sell, i.e. betray, ἡ μὲν Ἄργος βαρβάροις ἀπημπόλα E.Tr.973; ἀ. ψυχάς barter your lives, Id.Ph. 1228; τίς ὢν σὺ τήνδ’ ἀπεμπολᾷς χθονός; dost thou smuggle her out of the country? Id.IT1360; ἀ. νόμους τοῖς δεομένοις Procop.Pers.1.24:—Pass., ἀπεμπολώμενοι 'bought and sold', Ar.Ach.374.—An Ion. form ἀπεμπολέω is found in D.H.7.63, Max.Tyr.33.8, Luc.Tox. 28.