Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου (Γ1)

για το λήμμα "άεργος":

άεργος -η -ο [áerγos] Ε5 : (για πρόσ.) που περνάει τον καιρό του χωρίς να ασχολείται με κτ., που δεν έχει έργο, απασχόληση: Ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά· κανένας δεν έμεινε ~. Στον άεργο άνθρωπο η μέρα φαίνεται χρόνος. Kαλλιεργούσε ο ίδιος τον κήπο για να μην κάθεται ~.
[λόγ. < ελνστ. ἄεργος (ίσως σφαλερή γραφή αντί ἄνεργος), αρχ. ἀεργός]


http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%91%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82&dq=

για το λήμμα "άνεργος":

άνεργος -η -ο [ánerγos] Ε5 : που δεν έχει ή που δε βρίσκει δουλειά (χωρίς τη θέλησή του): Άνεργοι νέοι. Άνεργες γυναίκες. Οι άνεργοι οικοδόμοι έκαναν πορεία διαμαρτυρίας. || (ως ουσ.) ο άνεργος: Στρατιές ανέργων.
[λόγ. < μσν. άνεργος `τεμπέλης΄ < αν- (δες α- 1έργ(ο) -ος σημδ. γερμ. arbeitslos (διαφ. το αρχ. ἄνεργος`ακατέργαστος΄)]



Η λέξη άεργος σημαίνει εκείνον που γενικά δεν έχει εργασία ή ασχολία ενώ η λέξη άνεργος προσδιορίζει εκείνον που αναζητεί εργασία αλλά δεν βρίσκει

άεργος -άνεργος
άεργος: αυτός που απέχει από κάθε έργο. από κάθε απασχόληση. (Στον άεργο η μέρα φαίνεται χρόνος),
άνεργος: αυτός που δεν έχει εργασία. (Αυξήθηκε στα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ανέργων)


τεμπέλης -α -ικο [tembélis] Ε9 : που δε θέλει, που βαριέται να δουλέψει. ANT εργατικός: ~ άνθρωπος. Tεμπέλα γυναίκα. Tι τεμπέλικο πλάσμα είσαι εσύ! || (ως ουσ.) ο τεμπέλης, θηλ. τεμπέλα: Οι τεμπέληδες δεν προκόβουν. τεμπελάκος ο YΠΟKΟΡ στο ουσ. τεμπέλαρος ο MΕΓΕΘ στο ουσ.
[τουρκ. tembel (από τα περσ.) -ης· τεμπέλ(ης) -άκος, -αρος]


(δεν προκύπτει ως συνώνυμο του άεργος ή άνεργος - η κάθε λέξη έχει την δική της σημασία)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου