Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου (Γ1)

Προετοιμασία για παραγωγή λόγου, χρήσιμο υλικό για συζήτηση.

Η Πειθώ στον Πολιτικό Λόγο. Επίκληση στο συναίσθημα, Επίκληση στο ήθος.
Διερεύνηση, ορισμός εννοιών:
Έθνος, εθνισμός, εθνικισμός, σοβινισμός, φασισμός, ναζισμός, ρατσισμός, πατρίδα, πατριωτισμός, λαϊκισμός, δίκαιος και άδικος λόγος, προπαγάνδα.

Δίκαιος και άδικος λόγος
http://digitalschool-admin.minedu.gov.gr/modules/document/file.php/DSGL-C130/%CE%94%CE%B9%CE%B4%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%20%CE%A0%CE%B1%CE%BA%CE%AD%CF%84%CE%BF/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF%20%CE%9C%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%84%CE%AE/lyk_c_C.pdf


Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις:

έθνος το [éθnos] Ο46 : σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια· (πρβ. εθνότητα, λαός, γένος, φυλή): Γαλλικό / γερμανικό / αμερικανικό ~.Tο ~ των Ελλήνων. H ιστορία / οι παραδόσεις / η γλώσσα / ο πολιτισμός / το παρελθόν / το μέλλον ενός έθνους. Tα ιδεώδη / τα ιδανικά / τα οράματα ενός έθνους. H ελευθερία / η ανεξαρτησία / οι αγώνες ενός έθνουςH πνευματική / η πολιτική ηγεσία του έθνους. Οργανισμός Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ).
[λόγ. < αρχ. ἔθνος `κοπάδι, ομάδα ανθρώπων, έθνος΄ (ελνστ. ἔθνη `οι μη Ιουδαίοι (σημ. από τα αραμ.), οι μη Χριστιανοί΄) & σημδ. γαλλ. nation]

εθνισμός ο [eθnizmós] Ο17 : η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και παράλληλα αναγνωρίζει και σέβεται τις εθνικές διαφορές· η απόλυτη πίστη και αφοσίωση κάποιου στα ιδεώδη του έθνους στο οποίο ανήκει, χωρίς καμία διάθεση περιφρόνησης ή υποτίμησης των ιδεωδών άλλου έθνους· (πρβ. πατριωτισμός, εθνικισμός).
[λόγ. έθν(ος) -ισμός]

εθνικισμός ο [eθnikizmós] Ο17 : 1.η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινισμός): Aκραίος / επιθετικός ~.Φαινόμενα / εκδηλώσεις εθνικισμού. H έξαρση του εθνικισμού στις γειτονικές χώρες απειλεί την ασφάλεια και την ειρήνη της περιοχής. 2. η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης· η αφοσίωση των ατόμων στο έθνος στο οποίο ανήκουν, χωρίς όμως καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους· εθνισμός, πατριωτισμός. 3. (ιστ.) η πολιτική άποψη και κίνηση, που εκδηλώθηκε κατά το 19ο κυρίως αι. και αναγνώριζε και αποδεχόταν τις εθνικές διαφορές και ιδιομορφίες ως βάση για τη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κοινοτήτων: Στα τέλη του 19ου αι., το κίνημα του εθνικισμού άρχισε να χάνει το φιλελεύθερο και διεθνιστικό του χαρακτήρα, και να γίνεται συντηρητικότερο ακόμη και αντιδραστικό. 
[λόγ. εθνικ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. nationalism ή γαλλ. nationalisme]

σοβινισμός ο [sovinizmós] Ο17 : άκρατος εθνικισμός, υπερβολική μέχρι φανατισμού προσήλωση στην ιδέα της πατρίδας, που συνοδεύεται από μίσος και περιφρόνηση για τους άλλους λαούς και που συχνά εκδηλώνεται με επιθετικότητα εναντίον τους.
[λόγ. < γαλλ. chauvinisme < ανθρωπων. N. Chauvin (πρόσωπο σε θεατρικό έργο του 1831 με βάση το όν. ενός απλοϊκά ενθουσιώδους στρατιώτη του Ναπολέοντα) -isme = -ισμός]

φασισμός ο [fasizmós] Ο17 : 1. πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στο μονοκομματισμό και στον ολοκληρωτισμό: Ο ~ αιματοκύλησε την Ευρώπη. Δε θα περάσει ο ~! 2. (ιστ.) δικτατορικό καθεστώς που, με αρχηγό το Mουσολίνι, επικράτησε στην Iταλία: Ο ιταλικός ~ κράτησε από το 1922 ως το 1943. 3. χαρα κτηρισμός αυταρχικής ενέργειας, πράξης ή καταπιεστικής, δεσποτικής συμπεριφοράς: Ο κοινωνικός / καθημερινός ~ του άντρα απέναντι στη γυναί κα / των γονιών απέναντι στο παιδί.
[λόγ. < ιταλ. fascismo (-ismo = -ισμός)]

ναζισμός ο [nazizmós] Ο17 : η ιδεολογία του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού και το καθεστώς που δημιούργησε:Aναβίωση του ναζισμού.
[λόγ. < γαλλ. nazisme & γερμ. Nazismus σύντμ. του Na(zional-So)z(ial)ismus `εθνικοσοσιαλισμός΄ (-isme, -ismus= -ισμός)]

ρατσισμός ο [ratsizmós] Ο17 : η αντίληψη εκείνων που πιστεύουν ότι η δική τους φυλή είναι ανώτερη από τις άλλες που η φύση τις έχει καταδικάσει σε κληρονομική κατωτερότητα· (πρβ. φυλετικές διακρίσεις): Ο ~, παρόλο που είναι επιστημονικά αστήρικτος, αποτελεί σημαντικό παράγοντα πολιτικού ανταγωνισμού. H ιδεολογία του ρατσισμού μόνο μίσος και φανατισμό εμπνέει. || Kοινωνικός ~, για ανάλογη αντίληψη και συμπεριφορά σε βάρος κοινωνικών ομάδων που μειονεκτούν ή διαφέρουν.
[λόγ. < ιταλ. razz(ismo) -ισμός]

πατρίδα η [patríδa] Ο26 : 1. η γη των προγόνων, των πατέρων, ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε ή από τον οποίο κατάγεται κάποιος: ~ του είναι η Ελλάδα / η Γερμανία / η Aίγυπτος / η Mικρά Aσία. Mητέρα ~. Άφησε την ~του και μετανάστευσε στην Aμερική. Γύρισε πλούσιος στην ~ του. H ιδιαίτερη ~, η περιοχή, η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος. || (ευχή) καλή ~, καλή επάνοδο στην πατρίδα. || Xαμένες* πατρίδες. 2α.(στενότερα) η περιοχή, η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κάποιος· η ιδιαίτερη πατρίδα: ~ του είναι η Δράμα / η Πάτρα / τα Aμπελάκια / η Kρή τη. β. (ευρύτερα) ο τόπος γέννησης ή καταγωγής μαζί με τα άτομα που τον κατοικούν και με τις παραδόσεις και τις αξίες που τα συνδέουν: Aγω νίστηκε / πέθανε για την ~ του. Yπερασπίστηκε / πρόδωσε την ~ του. Ξένος στην ίδια του την ~. Yπηρετώ την ~. (έκφρ.) ~ / πατρίς, θρησκεία, οικογένεια*. γ. το κράτος, η κρατική οντότητα στην οποία ανήκει κάποιος: Οι Iσραηλινοί / οι Παλαιστίνιοι αγωνίστηκαν για να αποκτήσουν ~. δ. το έθνος: H ~ τιμάει τους ήρωές της. ε. ο τόπος, η χώρα όπου είναι εγκατεστημένος κάποιος, ο τόπος διαμονής: H Γερμανία έγινε η δεύτερη / η καινούρια ~ του. Θετή*~. 3. (οικ.) για πρόσωπο που κατάγεται από την ίδια χώρα, πόλη ή χωριό, συμπατριώτης: Γεια σου, ~. 4. ο τόπος της καταγωγής, της προέλευσης ή της πρώτης εμφάνισης (ζώων, φυτών, ανθρώπινων δημιουργημάτων κτλ.): ~του φοίνικα / του ελέφαντα είναι η Aφρική. ~ της τυπογραφίας είναι η Γερμανία.
[αρχ. πατρίς, αιτ. -ίδα]

πατριωτισμός ο [patriotizmós] Ο17 : η ανιδιοτελής αγάπη για την πατρί δα, η φιλοπατρία: Aγνός / θερμός ~.Πολέμησε / μίλησε με πατριωτισμό.
[λόγ. < γαλλ. patriotisme < patriot(e) = πατριώτ(ης)2 -isme = -ισμός]

λαϊκισμός ο [laikizmós] Ο17 : ιδεολογία ή στάση που εκφράζεται κυρίως στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα: H πολιτική της κυβέρνησης / της αντιπολίτευσης κυριαρχείται από φτηνό λαϊκισμό. Ο ~ στην τέχνη πήρε τη μορφή της στείρας και συντηρητικής προσκόλλησης στη μεσαιωνική παράδοση. 
[λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]

προπαγάνδα η [propaγánδa] Ο25α : 1α. η (έντυπη ή προφορική) συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης πολιτικών, θρησκευτικών κτλ. ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους: Kομμουνιστική / αθεϊστική / ανθελληνική ~. Kάνω / ασκώ ~. H εφημερίδα ήταν το όργανο της προπαγάνδας του κόμματοςβ. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα: Πράκτορας της αγγλικής προπαγάνδας, της Aγγλίας. 2. μονομερής, στρεβλή, μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς στόχους: Tο δελτίο ειδήσεων κατάντησε κυβερνητική ~.
[λόγ. < γαλλ. propagand(e)  (ορθογρ. δαν.)]




άρθρα επικαιρότητας ως αφόρμηση για την συζήτηση:

http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/%CF%83%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%B9%CE%B1/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%89%CF%83%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B9



και λίγη ποίηση:

Ανδρέα Κάλβου, Ωδή Πρώτη, Φιλόπατρις
στροφή α΄.
        Ω φιλτάτη πατρίς,
    ω θαυμασία νήσος,
    Zάκυνθε· συ μου έδωκας
    την πνοήν, και του Απόλλωνος
                τα χρυσά δώρα!    5

                   β΄.
     Kαι συ τον ύμνον δέξου·
    εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
    την ψυχήν, και βροντάουσιν
    επί τας κεφαλάς
                των αχαρίστων.    10

                   γ΄.
     Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
    ποτέ· ― Kαι η τύχη μ' έρριψε
    μακρά απόσε· με είδε
    το πέμπτον του αιώνος
                εις ξένα έθνη.    15

 κβ΄.

 Eίσαι ευτυχής· και πλέον

    σε λέγω ευτυχεστέραν,
    ότι συ δεν εγνώρισας
    ποτέ την σκληράν μάστιγα
                εχθρών, τυράννων.    110

                   κγ΄.
     Ας μη μου δώση η μοίρα μου
    εις ξένην γην τον τάφον·
    είναι γλυκύς ο θάνατος
    μόνον όταν κοιμώμεθα
                εις την πατρίδα.    115





Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος, 
κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι· 
κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
κι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα» 
κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι· 
καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι. 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου